- παλτοῦ
- παλτόνbrandishedneut gen sgπαλτόςbrandishedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CORNUS arboris genus — de quo sic Plin. l. 16. c. 40. postquam de larice, abiete, ebeno, buxo, loto, robore, terebintho, aliisque quibus spissa firmitas, disseruisset, Ab his proxima est cornus: quamquam non potest videri materies, propter exilitatem, sed lignum non… … Hofmann J. Lexicon universale
MATARIS seu MATARA aut Matarus — teli genus, seu missile: paulo quam lancea minus; cuius Sisenna apud Nonium meminit. Galiis proorium, de Bello Gall. l. 1. c. 26. ubi de Helvetiis, Nonnulli inter carros rotasque mataras ac tragulas subiciebant, nostrosque vulnerabant. Et Livius… … Hofmann J. Lexicon universale
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
μπινίσι — το είδος παλτού, πανωφόρι που έφθανε ώς τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. binis] … Dictionary of Greek
ανασηκώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, σηκώνω κάτι ελαφρά προς τα πάνω, λίγο ανυψώνω: Ανασήκωσε το γιακά του παλτού του, γιατί έκανε κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάσα — η (λ. ιταλ.), πρόσθετη λουρίδα υφάσματος ή γούνας (ταινία) που ράβεται για επιμήκυνση ή διεύρυνση ή διακόσμηση στο κύριο ύφασμα: Στον ποδόγυρο του παλτού της πρόσθεσε γούνινη φάσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φασά — η ο τρόπος της ύφανσης, η υφή, η ύφανση: Η φασά του παλτού είναι πυκνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλιδοκέρι — το 1. λαβίδα με την οποία καθαρίζουν την άφτρα του κεριού, κεροψάλιδο. 2. είδος σκιστού παλτού που φορούσαν παλιότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)